- ὀψαρότης
- ὀψαρότηςone who ploughs latemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οψαρότης — ὀψαρότης, ὁ (Α) αυτός που οργώνει τον αγρό καθυστερημένα, αργά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψέ + ἀρῶ «οργώνω» + κατάλ. ότης] … Dictionary of Greek
ὀψαρότῃ — ὀψαρότης one who ploughs late masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… … Dictionary of Greek